καθετικός

καθετικός
καθετικός, -ή, -όν (Α) [κάθετος]
αυτός που έχει αφεθεί προς τα κάτω, κάθετος.
επίρρ...
καθετικῶς (Μ)
με κάθετη διεύθυνση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καθετικῶς — καθετικός perpendicular adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθετικάς — καθετικά̱ς , καθετικός perpendicular fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”